- νωμησις
- νώμησις-εως ἥ наблюдение, обдумывание
(σκέψις καὴ ν. Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σκέψις καὴ ν. Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νώμησις — νώμησις, ἡ (Α) [νωμώ] 1. παρατήρηση 2. (κατά το λεξ. Σούδα) κίνηση … Dictionary of Greek
νώμησις — observation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νώμησιν — νώμησις observation fem acc sg νωμάω deal out pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)